Παραδοσιακά Προϊόντα
Ασχολίες των κατοίκων
Οι κάτοικοι του χωριού μας –τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1960 ήσαν κατά μεγάλη πλειοψηφία γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Ελάχιστοι ήσαν εργάτες ή υπάλληλοι και ένας-δυο τεχνίτες. Κι όταν λέμε γεωργοί και κτηνοτρόφοι μη πάει το μυαλό σας σε μεγαλοκτηματίες ή μεγαλοτσελιγκάδες. Μόλις και μετά βίας κατόρθωναν να βγάλουν όσα χρειάζονταν για να θρέψουν τη συνήθως πολυμελή τους οικογένεια. Κι είχαν, οι πιο πολλοί, 6-7-8 ή και περισσότερα παιδιά . Κι ούτε ήταν κάποιος καθαρά γεωργός ή καθαρά κτηνοτρόφος. Καλλιεργούσαν δηλαδή λίγα απ’ όλα. Και κυρίως ότι χρειάζονταν για την επιβίωσή τους κι έτρεφαν όλοι στα σπίτια τους δυο-τρεις κατσίκες, λίγες κότες, κανένα γουρούνι πάλι για τις ανάγκες τους.
Με το άνοιγμα του σχολείου , τον Σεπτέμβρη άρχιζε και το γεωργικό έτος, Πρώτη τους έγνοια ήταν ο τρύγος. Τα σταφύλια που μάζευε ο καθένας από το μικρό του αμπελάκι δεν ήταν πολλά μα ήταν αρκετά για τις ανάγκες τους. Έφτιαχναν απ’ αυτά το κρασί τους, τη ζιβανία τους, τις σταφίδες τους, και τα γλυκά τους- έψιμα (σταφυλόμελο) και ππαλουζέ (μουσταλευριά).
Μικρός μαθητής του Δημοτικού Σχολείου θυμάμαι να περνούν τα γαϊδουράκια φορτωμένα με τα γεμάτα κοφίνια και μεγάλη χαρά μου’ διναν οι συγχωριανοί μου, κάθε φορά που σταματούσαν τα γαϊδουράκια τους στο κάγκελο και φάναζαν το δάσκαλο να τον φιλέψουν σταφύλια. Αναγάλιαζε η ψυχούλα μου και γέμιζε μ’αγάπη για τους απλοϊκούς αυτούς χωριάτες. Κι αυτή η αγάπη με συνεπαίρνει κάθε φορά που επισκέπτομαι το πολυαγαπημένο μου χωριό.
Με τις πρώτες βροχές, άρχιζε κι η σπορά. Έπρεπε να ξεκινήσουν νωρίς, γιατί το όργωμα γινόταν με το ξύλινο άροτρο (το ισιόδειο) που το’ σερναν ένα ζευγάρι βόδια ή κάποτε και γαϊδούρια. Η σπορά κρατούσε σχεδόν μέχρι τα Χριστούγεννα. Έσπερναν κατά σειρά, πρώτα το ρόβι (είδος κτηνοτροφικού φυτού που μοιάζει με βίκο), τις φακές και τις λουβάνες, το κριθάρι και τελευταίο το σιτάρι, κοντά στα Χριστούγεννα ή κάποτε και μετά απ’ αυτά.
Ενώ οι άντρες ασχολούνταν με τη σπορά, οι γυναίκες καταπιάνονταν με το μάζεμα των ελιών, -συνήθως Νοέμβρη και Δεκέμβρη- και το ξελάδισμα. Είχαμε κάποτε στο χωριό και δύο ελαιοτριβεία – της Παναγιώτας και του Αποστόλη- που τη μυλόπετρά τους τη γύριζε ένα δυστυχισμένο γαϊδουράκι και το λάδι το ξεχώριζαν οι ίδιες οι γυναίκες με τις χούφτες τους. Αυτή την περίοδο γινόταν και η απόσταξη της ζιβανίας. Θυμούμαι ,ακόμα, τη χαρακτηριστική μυρωδιά που σκορπούσαν σ’ όλη τη γειτονιά μου τα αποσταγμένα ζίβανα , που έκαναν σωρούς δίπλα από το καζάνι (αποστακτήρα) της Μαρικκούς του Θεοχάρη.
Τα Χριστούγεννα, όλες οι οικογένειες έσφαζαν το μεγάλο γουρούνι που έτρεφαν για πάνω από ένα χρόνο και για κάμποσες μέρες οι νοικοκυρές ασχολούνταν με τα υποπροϊόντα του χοιρινού κρέατος (λουκάνικα, χοιρομέρια, ποσιρτή (μπέϊκον) κλπ, ενώ οι άντρες καταπιάνονταν με κουτσοδούλια, ή φρόντιζαν να προετοιμάσουν τα αρδευόμενα χωραφάκια τους, τα λεγόμενα πότιμα, για να φυτέψουν πατάτες, κουκιά, μπιζέλια κι άλλα λαχανικά που θα χρειάζονταν για τη διατροφή τους.
Το Φλεβάρη και το Μάρτη, μήνες με βροχές και με χιόνια οι ζευγάδες έπρεπε να νιάσουν κα να διολύσουν τα χωράφια που θα έσπερναν τον επόμενο χρόνο κι οι γυναίκες να φροντίζουν και να βόσκουν τις δυο –τρεις κατσίκες που ΄τρεφαν για το γάλα και το χαλλούμι τους ή να υφαίνουν , όσες είχαν βούφα (αργαλειό) τα προικιά των κόρων τους και κάποτε και τα ρούχα των παιδιών τους.
Το Φλεβάρη γινόταν και το κλάδεμα των αμπελιών και το όργωμά τους. Δυο χωριανοί μας ο Νικολής του Κωσταντή και ο Μιχαήλης του Γιωρκή, μόλις τέλειωναν με το κλάδεμα και το όργωμα των δικών τους αμπελιών, φόρτωναν τα βόδια τους, το αλέτρι τους κι όση τροφή χρειάζονταν τα βόδια τους, για έναν περίπου μήνα, σ’ ένα φορτηγό και τραβούσαν για το Πέρα-Πεδί , ένα ξακουστό αμπελοχώρι στους νότιους πρόποδες του Τροόδους, για να οργώσουν, επί πληρωμή όλα τ’ αμπέλια. Ήταν ένα σοβαρό εισόδημα και δεν ήθελαν να το χάσουν με τίποτε.
Είχαμε στο χωριό και 5-6 βοσκούς που δήλωναν ότι ήσαν οι πιο δυστυχισμένοι, γιατί έπρεπε, κατά τα λεγόμενα τους, γιορτή- καθημερινή, βρέξει –χιονίσει να βγάλουν τα πρόβατά τους στη βοσκή. Κι είναι αλήθεια πως σπάνια βλέπαμε τους καημένους τους βοσκούς στην εκκλησία.
Κοντά στο Πάσχα γινόταν και η φυτεία των νέων αμπελιών. Κι όταν το Πάσχα ήταν πρώιμο η φυτεία γινόταν μετά . Και θυμούμαι χαρακτηριστικά τον πατέρα μου καθώς τρυπούσε τη γη με τη σκάλα (ειδικό εργαλείο γι’ αυτό το σκοπό) να τραγουδάει χαρούμενος αυτό το δίστιχο: « Αμπέλι τζιαι λούκκο τζιαι φλαούνα τζιαι βούκκο »
Από τα μέσα του Μάη άρχιζε ο θερισμός του ροβιού που ήταν ήδη ώριμο, μα ο καλός μήνας της άνοιξης, δεν ήταν, πάντα φιλικός με τους φτωχούς αγρότες. Ήταν χρονιές που με τις ξαφνικές και καθημερινές του μπόρες, έκανε τους γεωργούς να τρέχουν και να μην προφτάνουν ν’ αναποδογυρίζουν τα κουττούτσια ( κάτι σαν μικρές θημωνιές) του θερισμένου ροβιού για να στεγνώσουν και να μη μαυρίσει και χαλάσει το ροβάσιερο (άχυρο από το αλωνισμένο ρόβι).
Ο Ιούνης ή Πρωτογιούνης ήταν ο καθαυτό μήνας του θερισμού ( εξ’ ου και θεριστής) κι όλος ο κόσμος ήταν στον κάμπο. Κι οι μικροί, ακόμη, μαθητές του Δημοτικού έτρεχαν να βοηθήσουν. Προς τον σκοπό αυτό, μάλιστα, το Υπουργείο παιδείας της τότε αποικιοκρατικής Αγγλίας είχε αποφασίσει, όπως τα Δημοτικά σχολεία λειτουργούν, από τις 15 Μαΐου μέχρι 28 Ιουνίου, μόνο τα πρωινά.
Το θερισμό ακολουθούσε το αλώνισμα, που μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950 γινόταν με τη δουκάνη στο αλώνι και χρειάζονταν μέρες για να γίνουν τα δεμάτια μάλαμα και ν’ ακολουθήσει το επίσης βασανιστικό ανέμισμα. Πολλές φορές ο άνεμος δε φυσούσε όπως τον ήθελαν οι ανεμιστές κι η αναμονή του ούριου ανέμου γινόταν, τότε, πολύ βασανιστική. Μια άλλη πολύ βασανιστική δουλειά ήταν το ασιερόμπασμα (το κουβάλημα του αχύρου στο ασιερονάρι ) και σ’ αυτό βοηθούσαν πολύ και τα παιδιά. Συνήθως γινόταν κατά το σούρουπο για ν’ αποφύγουν τη κάψα του καλοκαιριού. Θυμάμαι, ήμουν στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου, το 1952, όταν ήρθε στο χωριό μας η πρώτη αλωνιστική κι έτσι γλίτωσαν οι συγχωριανοί μου από το επίπονο και βασανιστικό αλώνισμα, μα παράλληλα έχασε κι Ιούλης τη χάρη του αλωνάρη.
Μετά το αλώνισμα και πολλές φορές πριν απ’ αυτό, οι άντρες του χωριού αναζητούσαν το μεροκάματο, άλλοι στο μεταλλείο του Αμιάντου ψηλά στο Τρόοδος, άλλοι στα μεταλλεία της Σκουριώτισσας και του Μαυροβουνιού κοντά στους Σόλους, άλλοι στο δασονομείο ή στα αρδευτικά, κι όσοι δεν τα κατάφερναν, βρήκαν τη λύση στα καμίνια. Τα καμίνια ήταν οικογενειακές μικρο-επιχειρήσεις που ασχολούνταν με την τουβλοποιεία και την κεραμοποιεία. Ήταν μια πολύ κοπιαστική επιχείρηση, απέδιδε όμως αρκετά και γι’ αυτό κάμποσες οικογένειες έβρισκαν, τα καλοκαίρια απασχόληση στα καμίνια. Τους πρώτους καμινιάτορες , τον Γιάννη τον Κεραμιδά και τον Γιάννη τον Πουρκούρη, ακολούθησαν ο Δημοσθένης Κυριάκου, Ο Μιχαήλης Γεωργίου, ο Κυριάκος Αντωνίου, (ο γιος του ο Σωτήρης Διευθύνει σήμερα το μοναδικό σύγχρονο τουβλοποιείο του χωριού), ο Αντρέας Αντωνίου, ο Σπύρος Αλεξάνδρου, ο Κυριάκος Καπετάνιος, ο Κυριάκος του Κωστή, και τελευταίος εγώ, ο Αντρέας Κωνσταντινίδης, που μαθητής ακόμα της πέμπτης τάξης του γυμνασίου, έγινα για δυο χρόνια, καμινιάτορας, κι έζησα, μαζί με τα μικρότερα αδέλφια μου, τη σκληρή ζωή του καμινιού, που ξεκινούσε από τα χαράματα και τέλειωνε με τη δύση του ήλιου.
Όσες οικογένειες δεν ασχολούνταν με τα καμίνια, τον Αύγουστο, καταπιάνονταν με το μάζεμα των αμυγδάλων. Κι ήταν οι αμυγδαλιές του χωριού μας κάμποσες, ώστε να δίνουν στους αμυγδαλοκαλλιεργητές ένα υπολογίσιμο εισόδημα, αλλά και μια πρωτόφαντη ομορφιά τον Φλεβάρη , που ολάνθιστες έβαφαν στα λευκά τα πλάγια του χωριού μας. Μα και σήμερα , ακόμα, που παραμένουν ακαλλιέργητες κι αβοήθητες, δε σταματούν, κάθε Φλεβάρη, να προσφέρουν απλόχερα την πανοραμική ομορφιά τους σ’ όποιον θέλει να επισκεφθεί το πανέμορφο και πολυαγαπημένο μας χωριό.
Ο πατέρας μου, ο Νικόλας Κωνταντίνου, ήταν ο μοναδικός μελισσοκόμος του χωριού και τον Αύγουστο έπρεπε να πάρουμε τις κηρήθρες από τα τσιηβέρκια ( είδος κυψέλης) μα ο πατέρας δούλευε στο μεταλλείο του Αμιάντου, κι έτσι, το τρύγημα των μελισσιών το αναλάμβανε η μάνα μας που χρειαζόταν όμως και τη δική μας βοήθεια. Παρ’ όλο που φορούσαμε ειδικές μάσκες κατά τη διάρκεια του τρυγητού δεν αποφεύγαμε τα τσιμπήματα των μελισσών και πολλές φορές τα μάτια μας και τα πρόσωπά μας ήταν παραμορφωμένα από το πρήξιμο.
Με τον Αύγουστο τέλειωνε το γεωργικό έτος αλλά οι ασχολίες των χωριανών μου δεν σταματούσαν. Με τη γιορτή της Παναγίας, στις 8 του Σεπτέμβρη άνοιγαν, πάλι τα σχολεία, άρχιζε πάλι ο τρύγος κι η ζωή του Αγιοθοδωρίτη ξανάμπαινε στην ετήσια ρουτίνα της.